ἐπισκέπτῃ

ἐπισκέπτῃ
ἐπισκέπτης
inspector
masc dat sg (attic epic ionic)
ἐπισκέπτομαι
pass in review
pres subj mp 2nd sg
ἐπισκέπτομαι
pass in review
pres ind mp 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπισκέπτηι — ἐπισκέπτῃ , ἐπισκέπτης inspector masc dat sg (attic epic ionic) ἐπισκέπτῃ , ἐπισκέπτομαι pass in review pres subj mp 2nd sg ἐπισκέπτῃ , ἐπισκέπτομαι pass in review pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό Αλεξανδρούπολης — Πρόκειται για ένα σύγχρονο εκκλησιαστικό μουσείο, για την οργάνωση του οποίου οι ειδικοί που το ανέλαβαν έθεσαν υψηλούς και πρωτοποριακούς γι’ αυτό το είδος μουσείων στόχους: να έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα, τα εκθέματά του να είναι κατανοητά και… …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σαμοθράκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σαμοθράκης βρίσκεται πάνω στον πλακόστρωτο δρόμο που οδηγεί στον αρχαιολογικό χώρο της Παλιάπολης Σαμοθράκης. Το μουσείο θεμελιώθηκε το 1939, άνοιξε όμως τις πύλες του στο κοινό το 1955. Φιλοξενεί τα ευρήματα από τις… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Πολεμικό Ελλάδος — Εγκαινιάστηκε το 1975 και στεγάζεται στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας (στη γωνία με την οδό Ριζάρη), στην Αθήνα. Είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και υπάγεται στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Η συλλογή του αποτελείται από ευρήματα και ιστορικά… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • διαμονητήριος — α, ο σχετικός με τη διαμονή σε έναν τόπο το ουδ. ως ουσ. το διαμονητήριο(ν) α) τόπος διαμονής β) έγγραφη άδεια παραμονής (αλλοδαπού σε έναν τόπο, επισκέπτη στο Άγιο Όρος κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού… …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”